Σε μία απόλυτα φυσιολογική σύλληψη, κατά την 6η ή την 7η ημέρα, το έμβρυο που περιβάλλεται από μια διάφανη ζώνη, αφήνει αυτό το προστατευόμενο περιβάλλον μέσα στο οποίο ζούσε μέχρι εκείνη τη στιγμή και εμφυτεύεται σε ένα περιβάλλον που περιμένει να είναι φιλικό, μέσα στο ενδομήτριο. Η στιγμή της εμφύτευσης ονομάζεται εκκόλαψη.
Όταν όμως δεν έχουμε μια φυσιολογική σύλληψη, αλλά μια εξωσωματική προσπάθεια που θέλουμε να οδηγήσει σε σύλληψη, τότε υποβοηθείται και η εκκόλαψη.
Στην εξωσωματική η εξωτερική διάφανη ζώνη, είναι είτε σκληρή είτε παχιά, με αποτέλεσμα το έμβρυο να μην μπορεί να την διασπάσει και να βρει το χώρο του στην μήτρα ώστε να εμφυτευθεί και ν αρχίσει έτσι η ενδομήτρια ζωή του, η αρχή μιας εγκυμοσύνης.
Αν η διάφανη μεμβράνη είναι παχιά ή σκληρή, η εκκόλαψη είναι αδύνατη. Γι’ αυτό υποβοηθείται στην περίπτωση της εξωσωματικής γονιμοποίησης.
Η μέθοδος εφαρμόζεται στα έμβρυα πριν την εμβρυομεταφορά, ώστε να εξασφαλιστούν όσο το δυνατόν περισσότερες πιθανότητες για μια καλή εμφύτευση και φυσικά εγκυμοσύνη.
Η διάφανη ζώνη, μπορεί να γίνει σκληρή ή παχιά από την παρατεταμένη καλλιέργεια μέσα στο εργαστήριο, ή λόγω της κατάψυξης των εμβρύων ή από την κρυοσυντήρηση.
Η υποβοηθούμενη εκκόλαψη, εφαρμόζεται όταν η γυναίκα είναι άνω των 37 ετών, ή όταν η ποιότητα και η ποσότητα των ωαρίων την επιβάλουν. Δηλαδή όταν η ωοθυλακιότροπος ορμόνη, κατά την τρίτη ημέρα, είναι αρκετά αυξημένη.
Επίσης εφαρμόζεται, όταν τα έμβρυα που προέρχονται από την εξωσωματική γονιμοποίηση, είναι χαμηλής ποιότητας, ή είναι με πολύ αργούς ρυθμούς αναπτυσσόμενα, ή έχουν αργή κυτταρική διαίρεση.
Η μέθοδος ενδείκνυται όταν υπάρχουν αποτυχημένες προσπάθειες εξωσωματικής, άνω του ενός κύκλου ανά ζευγάρι.
Είναι αλήθεια, ότι η υποβοηθούμενη εκκόλαψη, βοηθάει κατά πολύ και αυξάνει τα ποσοστά της εγκυμοσύνης και του τοκετού.
Η υποβοηθούμενη εκκόλαψη γίνεται ως εξής:
Το έμβρυο, συγκρατείται και με μια λεπτή κενή βελόνα, εξάγεται από την μεμβράνη του ένα όξινο διάλυμα.
Η εκκόλαψη, επιτυγχάνεται είτε με την λέπτυνση της εξωτερικής διάφανης ζώνης, ή με την διενέργεια μιας μικρής οπής. Με αυτό τον τρόπο, διευκολύνεται το έργο του εμβρύου.
Στη συνέχεια, το έμβρυο ξεπλένεται και τοποθετείται πάλι στην καλλιέργεια, στον ειδικό κλίβανο.
Από τη στιγμή που θα γίνει αυτή η κίνηση, η εμβρυομεταφορά πραγματοποιείται πολύ γρήγορα. Αυτές οι κινήσεις πρέπει να γίνουν άμεσα και μεσολαβούν στο διάστημα ανάμεσα στην ωοληψία και την εμβρυομεταφορά.
Ακόμα και η λέξη το μαρτυράει. Λαμβάνεται ωάριο και εμφυτεύεται έμβρυο.
Η επιτυχία, εξαρτάται από την μέθοδο της εκκόλαψης που θα ακολουθηθεί.
Η όλη προσπάθεια, πρέπει να γίνει πριν το έμβρυο εμφυτευθεί στη μήτρα της γυναίκας.
Στόχος είναι η λέπτυνση της διάφανης ζώνης, ώστε το έμβρυο να βγει εύκολα και να προσκολληθεί με την εμφύτευση στη μήτρα.
Πολλές φορές, η διάφανη ζώνη, είναι παχιά ή σκληρή, ειδικά αν τα έμβρυα προέρχονται από γυναίκες μεγάλης ηλικίας, με αποτέλεσμα το έμβρυο να μην βρίσκει το δρόμο προς την φιλόξενη αγκαλιά της μήτρας.
Η οπή, ή η λέπτυνση, διευκολύνει αυτή την προσπάθεια του εμβρύου.
Η υποβοηθούμενη εκκόλαψη, πραγματοποιείται μόνο όταν την κρίνει απαραίτητη ο εμβρυολόγος, που ελέγχει τα ωάρια και την εξέλιξή τους.
Η λέπτυνση ή η οπή, γίνεται με ένα πολύ λεπτό laser ή με μηχανική τριβή.
Η διαδικασία επαναλαμβάνεται για κάθε έμβρυο ξεχωριστά.
Το ενδομήτριο, μπορεί να είναι κατάλληλο σε πάχυνση ή ποιότητα, αλλά αν το έμβρυο δεν διασπάσει την διάφανη ζώνη, για να αγκιστρωθεί σε αυτό, τότε δεν επιτυγχάνεται εγκυμοσύνη.
Είναι αλήθεια ότι κατά την εμβρυομεταφορά, έχουν όλες αυτές οι παράμετροι ρυθμιστεί, ώστε να εξασφαλιστούν όλες οι προϋποθέσεις για την πολυπόθητη εγκυμοσύνη.
Σε φυσιολογική σύλληψη αυτά είναι δεδομένα. Στην εξωσωματική γονιμοποίηση όμως, όλες οι παράμετροι είναι τεχνικά εξασφαλισμένες.