Η μυκητιασική κολπίτιδα (λέγεται και κολπική καντιντίαση) είναι μία συχνή πάθηση στις γυναίκες. Τα συχνότερα συμπτώματα περιλαμβάνουν κνησμό και ευαισθησία στο αιδοίο και στο άνοιγμα του κόλπου. Η μυκητιασική κολπίτιδα συνήθως εμφανίζεται ως μεμονωμένο επεισόδιο, ωστόσο συχνά παρουσιάζει υποτροπές και μπορεί να προκαλέσει συμπτώματα που επιμένουν.
Η νόσος επηρεάζει συνήθως γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας. Είναι λιγότερο συχνή στις μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες που δεν λαμβάνουν θεραπεία με οιστρογόνα και εξαιρετικά σπάνια στις γυναίκες που δεν έχουν ξεκινήσει ακόμα την εμμηνόρροια.
Τα συχνότερα συμπτώματα της μυκητιασικής κολπίτιδας περιλαμβάνουν:
Τα συμπτώματα της μυκητιασικής κολπίτιδας ομοιάζουν αυτά άλλων παθήσεων, όπως της βακτηριακής κολπίτιδας, της τριχομονάδας και της δερματίτιδας. Είναι, επομένως, δύσκολο να καθοριστεί αν ο κνησμός είναι αποτέλεσμα μυκητιασικής κολπίτιδας ή άλλων αιτίων.
Ο μύκητας που είναι υπεύθυνος για τις μυκητιάσεις αυτές (ονομάζεται Candida) βρίσκεται φυσιολογικά στο γαστρεντερικό σωλήνα, και σε ορισμένες περιπτώσεις στον κόλπο, χωρίς να προκαλεί συμπτώματα. Ωστόσο, όταν υπάρχουν διαταραχές στο περιβάλλον του γαστρεντερικού σωλήνα ή του κόλπου (αποτέλεσμα φαρμάκων, τραυματισμών ή υπερδραστηριότητας του ανοσοποιητικού συστήματος), η Candida μπορεί να πολλαπλασιαστεί σε υπερβολικό βαθμό και να προκαλέσει τα συμπτώματα που αναφέρονται παραπάνω.
Στις περισσότερες γυναίκες, δεν υπάρχει κάποια συγκεκριμένη νόσος που προκαλεί τη μυκητιασική κολπίτιδα. Υπάρχουν, ωστόσο, αρκετοί παράγοντες κινδύνου που μπορεί να αυξήσουν την πιθανότητα λοίμωξης, όπως:
Η διάγνωση της νόσου περιλαμβάνει συνήθως κλινική εξέταση του αιδοίου και του κόλπου. Σε ορισμένες περιπτώσεις, ο γιατρός λαμβάνει δείγμα από το έκκριμα του κόλπου για να το εξετάσει κάτω από το μικροσκόπιο. Μην λάβετε θεραπεία πριν ο γιατρός επιβεβαιώσει ότι έχετε μυκητίαση.
Αυτοδιάγνωση: Κάποιες γυναίκες με κνησμό του αιδοίου ή κολπικές εκκρίσεις, αποδίδουν τα συμπτώματα αυτά σε μυκητιασική κολπίτιδα την οποία προσπαθούν να θεραπεύσουν με φάρμακα. Ωστόσο, μία έρευνα έδειξε ότι μόλις το 11% των γυναικών διέγνωσε επιτυχώς τη λοίμωξη, με τις γυναίκες που είχαν προηγούμενη νόσηση να είναι ελαφρώς πιο επιτυχείς στη διάγνωσή της (35%).
Η αυτοδιάγνωση και θεραπεία:
Για τους παραπάνω λόγους, είναι σημαντικό να επιβεβαιωθεί η διάγνωση της μυκητίασης από έναν γιατρό πριν λάβετε θεραπεία.
Η θεραπεία της νόσου περιλαμβάνει ένα χάπι από του στόματος ή τοπική αγωγή.
Οι περισσότερες μυκητιάσεις υποχωρούν μέσα σε λίγες μέρες από την έναρξη της θεραπείας. Ωστόσο, ο κνησμός και η ευαισθησία μπορεί να συνεχιστούν ακόμα και μετά την αποδρομή της λοίμωξης. Αν δεν παρουσιάσετε βελτίωση μετά το πέρας της θεραπείας, επικοινωνήστε με τον γιατρό σας.
Το 5-8% των γυναικών παρουσιάζει υποτροπιάζουσες μυκητιασικές κολπίτιδες (4 ή περισσότερες ετησίως).
Δεν υπάρχουν στοιχεία που να δείχνουν ότι η κατανάλωση γιαουρτιού ή άλλων προβιοτικών που περιέχουν Lactobacillus acidophilus, ή η χρησιμοποίησή τους στον κόλπο προσφέρει κάποιο όφελος στις γυναίκες με υποτροπιάζουσες μυκητιασικές κολπίτιδες.
Διάγνωση: Όπως και με την πρώτη λοίμωξη, είναι σημαντικό να διαγνωστούν σωστά οι υποτροπιάζουσες μυκητιασικές κολπίτιδες. Μία γυναίκα με συμπτωματολογία που περιλαμβάνει ευαισθησία του κόλπου ή κνησμό πρέπει να επισκεφθεί έναν γιατρό για να επιβεβαιωθεί η διάγνωση της μυκητιασικής κολπίτιδας και να αποκλειστούν άλλα αίτια (πχ. άλλες κολπικές λοιμώξεις, αλλεργικές αντιδράσεις ή έκζεμα). Η αυτοδιάγνωση, και εδώ, δεν είναι ποτέ η σωστή επιλογή.
Οι περισσότερες μυκητιασικές κολπίτιδες προκαλούνται από τον μύκητα Candida albicans. Υποτροπιάζουσες ή λοιμώξεις που επιμένουν μπορεί να είναι αποτέλεσμα μόλυνσης με λιγότερο κοινά είδη της Candida, όπως η Candida glabrata ή η Candida krusei. Στις γυναίκες με συμπτώματα που επιμένουν, χρειάζεται να γίνει καλλιέργεια για να επιβεβαιωθεί η διάγνωση και να ταυτοποιηθεί το είδος της Candida, καθώς διαφορετική θεραπεία χορηγείται στο κάθε είδος.
Θεραπεία: Στις γυναίκες με συμπτώματα που επιμένουν, συνήθως δίδεται μεγαλύτερης διάρκειας αγωγή για λοιμώξεις. Αυτή συνήθως περιλαμβάνει μερικές δόσεις φλουκοναζόλης με διαφορά λίγων ημερών και στη συνέχεια μία δόση εβδομαδιαίως για 6 μήνες.
Τα μεμονωμένα περιστατικά κολπικής καντιντίασης συνήθως συμβαίνουν χωρίς κάποια εμφανή αιτία. Ωστόσο, αρκετοί παράγοντες προδιαθέτουν για την εμφάνιση λοίμωξης:
Δεν υπάρχουν στοιχεία που να δείχνουν ότι η κολπική καντιντίαση συνδέεται με την προσωπική υγιεινή ή τη χρήση στενών ή συνθετικών ρούχων.
Βιβλιογραφία: UpToDate
Πηγή: Δρ. Αθηνά Σούρδη, pathologia.eu