Οι λοιμώξεις του ουροποιητικού συστήματος είναι από τις συχνότερες βακτηριακές λοιμώξεις των ενηλίκων και μπορούν να αφορούν το κατώτερο ή το ανώτερο ουροποιητικό σύστημα. Σε φυσιολογικές συνθήκες, τα βακτήρια που εισέρχονται στο ουροποιητικό σύστημα απομακρύνονται γρήγορα από τον οργανισμό πριν προκαλέσουν συμπτώματα. Ωστόσο, κάποιες φορές τα βακτήρια καταφέρνουν να ξεπεράσουν τη φυσική άμυνα του οργανισμού και να προκαλέσουν λοίμωξη. Η λοίμωξη της ουρήθρας λέγεται ουρηθρίτιδα ενώ η λοίμωξη της ουροδόχου κύστης λέγεται κυστίτιδα. Κάποιες φορές τα βακτήρια “ταξιδεύουν” μέχρι τους ουρητήρες για να πολλαπλασιαστούν και να προσβάλλουν τα νεφρά. Η λοίμωξη των νεφρών λέγεται πυελονεφρίτιδα και αποτελεί την πιο σοβαρή μορφή λοίμωξης του ουροποιητικού συστήματος.
Ανάλογα με τη συνύπαρξη ή όχι λειτουργικών ή ανατομικών διαταραχών του ουροποιητικού συστήματος διακρίνονται σε επιπλεγμένες ή μη επιπλεγμένες.
Η μεγάλη πλειονότητα των ουρολοιμώξεων και στα δύο φύλα είναι αποτέλεσμα της αυξήσεως του αριθμού των μικροβίων που αποικίζουν το έξω στόμιο της ουρήθρας και της εγκατάστασής τους στην ουροδόχο κύστη. Συνήθως οφείλονται σε βακτήρια που ζουν στο έντερο. Συγκεκριμένα το βακτήριο Escherichia Coli (E. Coli) είναι υπεύθυνο για τη συντριπτική πλειοψηφία των ουρολοιμώξεων (80%). Οι υπόλοιπες περιπτώσεις οφείλονται σε άλλους μικροοργανισμούς όπως είναι ο σαπροφυτικός σταφυλόκοκκος (Staphylococcus saprophyticus), o πρωτέας (Proteus mirabilis),η κλεμπσιέλλα (Klebsiella ssp) και ο εντερόκοκκος. Στις επιπλεγμένες ουρολοιμώξεις συχνά εμπλέκονται και άλλα πιο σπάνια και πιο επιθετικά παθογόνα. Μικρόβια όπως τα χλαμύδια και το μυκόπλασμα μπορούν να προσβάλλουν την ουρήθρα και το αναπαραγωγικό σύστημα αλλά όχι την ουροδόχο κύστη. Οι λοιμώξεις από χλαμύδια και μυκόπλασμα μεταδίδονται κυρίως με την σεξουαλική επαφή.
Παρά το γεγονός ότι ο καθένας μπορεί να πάθει ουρολοίμωξη, κάποιοι άνθρωποι είναι πιο επιρρεπείς στις λοιμώξεις από άλλους.
Η συχνότητα εμφάνισης των ουρολοιμώξεων είναι μεγαλύτερη στις γυναίκες. Οι περισσότερες γυναίκες παθαίνουν τουλάχιστον μία ουρολοίμωξη κατά τη διάρκεια της ζωής τους με ένα ποσοστό 20% να παθαίνει παραπάνω από μία. Αυτό συμβαίνει συχνότερα σε έγκυες, σεξουαλικά ενεργές γυναίκες ή γυναίκες που βρίσκονται στην εμμηνόπαυση.
Αυτό οφείλεται κυρίως σε ανατομικούς λόγους. Το μικρό μήκος της γυναικείας ουρήθρας, σε σχέση με το μεγάλο μήκος της ανδρικής, αποτελεί μικρό εμπόδιο για τα μικρόβια και η υπερπήδηση του είναι σχετικά εύκολη. Η σεξουαλική πράξη επίσης αποτελεί έναν ισχυρό και ανεξάρτητο παράγοντα κινδύνου , επιτρέποντας με μηχανικό τρόπο την ευκολότερη άνοδο των μικροβίων της ουρήθρας στην κύστη και την πρόκληση ουρολοίμωξης (sex induced cystitis).
Επιπλέον έχει βρεθεί ότι κάποιες μέθοδοι αντισύλληψης , αυξάνουν τον κίνδυνο εμφάνισης ουρολοιμώξεων.
Σε αυτές ανήκουν ορισμένα σπερματοκτόνα πού μπορεί να ερεθίσουν το δέρμα, αυξάνοντας τον κίνδυνο εισβολής βακτηριδίων στους περιβάλλοντες ιστούς όπως και η χρήση διαφράγματος πού μπορεί να επιβραδύνει τη ροή των ούρων και να επιτρέψει στα βακτήρια να πολλαπλασιαστούν. Η χρήση προφυλακτικών, τέλος, συνδέεται επίσης με αυξημένο κίνδυνο ουρολοιμώξεων, πιθανότατα λόγω τραυματισμών που εμφανίζονται στον κόλπο κατά την σεξουαλική πράξη. Έτσι λοιπόν συνδυασμός σπερματοκτόνων, διαφράγματος και προφυλακτικού αυξάνει ακόμα περισσότερο τον κίνδυνο ουρολοίμωξης.
Ασθενείς με κακώσεις του νωτιαίου μυελού ή βλάβη των νεύρων γύρω από την ουροδόχο κύστη παρουσιάζουν δυσκολία κένωσης της κύστης κατά την ούρηση, με αποτέλεσμα τα ούρα που παραμένουν στην κύστη να είναι πρόσφορο έδαφος για την ανάπτυξη βακτηρίων.
Οποιαδήποτε πάθηση του ουροποιητικού συστήματος που εμποδίζει τη ροή των ούρων (για παράδειγμα μία πέτρα στα νεφρά ή υπερπλασία του προστάτη) αυξάνει την πιθανότητα ουρολοιμώξεων.
Άτομα με διαβήτη ή με προβλήματα του ανοσοποιητικού συστήματος έχουν αυξημένο κίνδυνο για ουρολοιμώξεις.
Μία άλλη αρκετά κοινή πηγή λοίμωξης είναι οι καθετήρες που τοποθετούνται στην ουρήθρα και την ουροδόχο κύστη. Οι καθετήρες μειώνουν την ικανότητα του σώματος να καθαρίσει τα μικρόβια από το ουροποιητικό σύστημα. Τα βακτήρια ταξιδεύουν μέσω του καθετήρα και φτάνουν στο εσωτερικό της ουροδόχου κύστης όπου μπορούν να πολλαπλασιαστούν. Κάποιος που δεν μπορεί να ουρήσει φυσιολογικά, είναι σε κώμα ή βρίσκεται σε κρίσιμη κατάσταση συχνά χρειάζεται καθετήρα για αρκετές ημέρες. Καλό είναι η χρήση ουροκαθετήρων να γίνεται μόνο όταν είναι απολύτως απαραίτητο με σκοπό να μειωθεί ο κίνδυνος κάποιας ουρολοίμωξης.
Οι λοιμώξεις της ουροδόχου κύστης (κυστίτιδες) ή της ουρήθρας που είναι γνωστές και ως λοιμώξεις του κατώτερου ουροποιητικού και συνήθως προκαλούν:
Οι λοιμώξεις των νεφρών ή των ουρητήρων είναι γνωστές και ως λοιμώξεις του ανώτερου ουροποιητικού και συνήθως είναι υπεύθυνες για τα όλα τα παραπάνω συμπτώματα καθώς και:
Οι λοιμώξεις του κατώτερου ουροποιητικού είναι συχνές και συνήθως ακίνδυνες. Αντιθέτως στις λοιμώξεις του ανώτερου ουροποιητικού η βαρύτητα της κλινικής εικόνας ποικίλλει, από πολύ σοβαρή που μπορεί να καταλήξει σε σηπτικό σοκ, έως πολύ ελαφρά που μόλις γίνεται αντιληπτή από τον ασθενή. Μεγαλύτερο κίνδυνο επιπλοκών εμφανίζουν άτομα με ανοσολογικό έλλειμμα και χρόνια υποκείμενα νοσήματα.
Αν έχετε κάποιο από τα προαναφερθέντα συμπτώματα ουρολοίμωξης , πρέπει να επισκεφθείτε το γιατρό σας. Ειδικά αν τα συμπτώματα σας παραπέμπουν σε λοίμωξη του ανώτερου ουροποιητικού συστήματος η άμεση ιατρική εξέταση είναι επιβεβλημένη. Η βαρύτητα της νόσου είναι εκείνη που θα κρίνει την εισαγωγή σας στο Νοσοκομείο καθώς και το είδος της θεραπευτικής αγωγής που θα πρέπει να λάβετε.
Για την διάγνωση της ουρολοίμωξης αφού προηγηθεί η λήψη ενός εκτενούς ιατρικού ιστορικού και μια ενδελεχής κλινική εξέταση από τον θεράποντα ιατρό σας, απαιτείται στη συνέχεια μία εξέταση ούρων για να ανιχνευθεί η παρουσία βακτηρίων ή λευκών αιμοσφαιρίων σε αυτά. Για να δώσετε ένα “καθαρό” δείγμα ούρων απαιτείται προσεκτικός καθαρισμός των έξω γεννητικών οργάνων και στη συνέχεια η λήψη δείγματος στο μέσο περίπου της ούρησης σε ένα αποστειρωμένο δοχείο. Αυτό γίνεται με σκοπό να αποτραπεί η επιμόλυνση του δείγματος από βακτήρια της περιοχής των γεννητικών οργάνων. Στη συνέχεια το δείγμα αποστέλλεται στο εργαστήριο για καλλιέργεια. Για να γίνει η καλλιέργεια, μέρος του δείγματος ούρων τοποθετείται σε δοκιμαστικό σωλήνα ή σε επιφάνεια που ευνοεί την ανάπτυξη των βακτηρίων. Με αυτό τον τρόπο μπορούμε να ταυτοποιήσουμε τα βακτήρια. Η καλλιέργεια διαρκεί 1-3 ημέρες. Τέλος, μπορεί να χρειαστεί ένα ακόμα τεστ που λέγεται αντιβιόγραμμα και εξετάζει την ευαισθησία των βακτηρίων σε διάφορα αντιβιοτικά με σκοπό να προσδιοριστεί το ιδανικό αντιβιοτικό για την θεραπεία σας.
Αν πάσχετε από υποτροπιάζουσες ουρολοιμώξεις που δεν σχετίζονται με τη σεξουαλική επαφή ή έχετε συμπτωματολογία που αφορά το ανώτερο ουροποιητικό, πρέπει να γίνεται πλήρης έλεγχος της ανατομικής ακεραιότητας του ουροποιητικού συστήματος. Αυτός καθορίζεται από τον γιατρό σας και μπορεί να περιλαμβάνει :
Οι περισσότερες ουρολοιμώξεις προκαλούνται από βακτήρια και επομένως θεραπεύονται με τη χρήση αντιβιοτικών. Ωστόσο, συνεχώς αναπτύσσονται νέα στελέχη βακτηρίων που πολλές φορές είναι ανθεκτικά στα ευρέως χρησιμοποιούμενα αντιβιοτικά. Κάθε φορά που λαμβάνουμε αντιβιοτικά , τα βακτήρια που ζουν φυσιολογικά στο σώμα μας (όπως αυτά που βρίσκονται στο έντερο) μπορεί να αναπτύξουν μηχανισμούς αντοχής σε αυτά τα. Αυτό είναι ένα ολοένα αυξανόμενο πρόβλημα που δημιουργεί συχνά προβλήματα στη θεραπευτική αντιμετώπιση των ουρολοιμώξεων.
Μερικές φορές συμπτώματα ουρολοίμωξης μπορεί να προκληθούν από άλλες ασθένειες όπως για παράδειγμα από κάποια σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα.
Σε άλλες περιπτώσεις μπορεί να υπάρχουν βακτήρια στα ούρα χωρίς όμως να προκαλούν λοίμωξη (η κατάσταση αυτή είναι γνωστή ως ασυμπτωματική βακτηριουρία). Αν τα συμπτώματά σας προκαλούνται από κάποια άλλη νόσο τότε θα χρειαστείτε διαφορετική θεραπεία. Οι περισσότερες νεαρές γυναίκες που πάσχουν από μη επιπλεγμένη ουρολοίμωξη του κατώτερου ουροποιητικού συστήματος θεραπεύονται με τη χορήγηση βραχυχρόνιας αντιβιοτικής αγωγής διάρκειας 3 ημερών. Τα εφάπαξ χορηγούμενα σχήματα είναι λιγότερο αποτελεσματικά και δεν συνιστώνται πλέον. Τα θεραπευτικά σχήματα μεγαλύτερης διάρκειας, έχουν περισσότερες παρενέργειες, αυξάνουν την πιθανότητα ανάπτυξης αντοχής ενώ δεν υπερτερούν σε αποτελεσματικότητα. Μετά τη θεραπεία μια εξέταση ούρων μας βοηθά να επιβεβαιώσουμε ότι η λοίμωξη έχει παρέλθει. Το να ακολουθήσετε όλη τη θεραπεία που σας έχει συνταγογραφήσει ο γιατρός σας είναι εξαιρετικά σημαντικό γιατί πολλές φορές η λοίμωξη δεν έχει θεραπευτεί τελείως όταν εξαφανίζονται τα συμπτώματά της.
Οι ασθενείς με σοβαρές λοιμώξεις των νεφρών ίσως χρειαστεί να εισαχθούν σε νοσοκομείο μέχρι να μπορούν να πάρουν τα φάρμακα και υγρά που χρειάζονται από μόνοι τους. Οι λοιμώξεις των νεφρών μπορεί να χρειάζονται εβδομάδες αντιβιοτικής θεραπείας. Σε ενήλικες σπάνια προκαλούν σοβαρή νεφρική βλάβη ή νεφρική ανεπάρεκεια εκτός αν έχουν παραμείνει χωρίς θεραπεία για μεγάλο χρόνικο διάστημα ή συνυπάρχουν με απόφραξη του ουροποιητικού συστήματος.
Οι λοιμώξεις της ουροδόχου κύστης συχνά θεραπεύονται αυτόματα, αλλά η αντιβιοτική θεραπεία μειώνει σημαντικά τη διάρκεια των συμπτωμάτων. Οι ασθενείς συνήθως παρουσιάζουν βελτίωση μέσα σε 1 ή 2 ημέρες θεραπείας. Τα συμπτώματα των λοιμώξεων των νεφρών και του προστάτη διαρκούν περισσότερο. Το να πίνετε πολλά υγρά και να ουρείτε συχνά συμβάλλει δραστικά στην γρήγορη ανάρρωση.
Πολλές γυναίκες πάσχουν από υποτροπιάζουσες ουρολοιμώξεως. Ένα ποσοστό 20% των γυναικών μετά την πρώτη ουρολοίμωξη, θα εμφανίσει ένα δεύτερο επεισόδιο ουρολοίμωξης στο μέλλον. Με κάθε ουρολοίμωξη ο κίνδυνος επανεμφάνισης αυξάνεται.
Σε γυναίκες με υποτροπιάζουσες ουρολοιμώξεις (>3 εντός του 6μήνου) ο ιατρός μπορεί να προτείνει:
Οι έγκυες γυναίκες δεν εμφανίζουν ουρολοιμώξεις συχνότερα από τις υπόλοιπες γυναίκες. Ωστόσο, όταν μία έγκυος γυναίκα νοσήσει από ουρολοίμωξη έχει αυξημένες πιθανότητες η νόσος να επεκταθεί στο ανώτερο ουροποιητικό σύστημα και να δημιουργήσει επιπλοκές. Έρευνες έχουν δείξει ότι ένα 4-5% των εγκύων γυναικών θα εμφανίσουν ουρολοίμωξη ενώ η επίπτωση της ασυμπτωματικής βακτηριουρίας είναι μεγαλύτερη και αφορά το 2,3% έως 17% των κυήσεων. Η τελευταία εμφανίζεται δε συχνότερα στο δεύτερο τρίμηνο της κύησης. Εικάζεται ότι οι ορμονικές και λειτουργικές αλλαγές που συμβαίνουν στο γυναικείο σώμα κατά την εγκυμοσύνη, καθιστούν ευκολότερη τη δίοδο των βακτηριδίων μέσα στο ουροποιητικό σύστημα. Ο καταλληλότερος χρόνος για τον τακτικό έλεγχο της ασυμπτωματικής μικροβιουρίας είναι κοντά στη 16η εβδομάδα της κύησης. Επί διαπιστώσεως ασυμπτωματικής βακτηριουρίας είναι υποχρεωτική η χορήγηση θεραπευτικής αγωγής, διότι η παρουσία μικροβίου στα ούρα εγκυμονεί κινδύνους τόσο για τη μητέρα όσο και για το βρέφος. Κάποια αντιβιοτικά δεν είναι δυνατό να χορηγηθούν κατά τη διάρκεια μίας εγκυμοσύνης. Για την επιλογή του καταλληλότερου θεραπευτικού σχήματος, επομένως, ο ιατρός θα συνεκτιμήσει διάφορους παράγοντες όπως την αποτελεσματικότητα του φαρμάκου, το στάδιο της εγκυμοσύνης, την υγεία της εγκύου καθώς και πιθανές επιπτώσεις στο έμβρυο. Η διάρκεια της θεραπείας συνήθως είναι 7 ημέρες και μετά το πέρας της, όπως και μηνιαίως στη συνέχεια, συνιστάται επανέλεγχος με καλλιέργεια.
Οι λοιμώξεις σε άρρενες είναι συνήθως επιπλεγμένες και εμφανίζονται σε αντίθεση με τις γυναίκες στις μεγαλύτερες ηλικίες. Είναι δυνατόν να εκδηλωθούν ως οξεία πυελονεφρίτιδα, οξεία ή χρόνια προστατίτιδα και ορχεοεπιδιδυμίτιδα. Οφείλονται συχνότερα στην ύπαρξη αποφράξεως σε οποιοδήποτε σημείο του ουροποιητικού και από οποιαδήποτε αιτία. Χαρακτηριστικά παράδειγματα αποτελούν η λιθίαση του ουροποιητικού συστήματος, η υπερτροφία του προστάτη, τα στενώματα της ουρήθρας ή η ύπαρξη ενός μονίμου ουροκαθετήρα. Το πρώτο βήμα στη θεραπεία μιας τέτοιας λοίμωξης είναι η άρση της απόφραξης που συχνά απαιτεί τη διενέργεια μιας επεμβατικής ή χειρουργικής πράξης. Το δεύτερο βήμα είναι ο προσδιορισμός του υπεύθυνου μικροβιακού παράγοντα και η άμεση έναρξη ενδοφλέβιας αντιμικροβιακής αγωγής.
Οι λοιμώξεις του προστάτη –οξείες και χρόνιες βακτηριακές προστατίτιδες – είναι πιο δύσκολο να αντιμετωπιστούν καθώς τα αντιβιοτικά δεν μπορούν να διεισδύσουν εύκολα στον προστατικό ιστό. Για το λόγο αυτό, οι ασθενείς με βακτηριακή προστατίτιδα συχνά χρειάζονται μακροχρόνια θεραπεία με ένα προσεκτικά επιλεγμένο αντιβιοτικό.
Μπορείτε να αποφύγετε την επανεμφάνιση μιας ουρολοίμωξης ακολουθώντας τα παρακάτω απλά βήματα:
Πηγή: Δρ. Αθηνά Σούρδη, pathologia.eu